άκεσμα

άκεσμα
ἄκεσμα (-ατος), το (Α) [ἀκέομαι]
1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό
«ἐπὶ δ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ' ἀκέσματ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394)
2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86
Αισχ. Προμ. 482).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄκεσμα — remedy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκεσμ' — ἄκεσμα , ἄκεσμα remedy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκεσμάτων — ἄκεσμα remedy neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέσματα — ἄκεσμα remedy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκέσματ' — ἀκέσματα , ἄκεσμα remedy neut nom/voc/acc pl ἀκέσματι , ἄκεσμα remedy neut dat sg ἀκέσματε , ἄκεσμα remedy neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκημα — ἄκημα, το (Α) το άκεσμα* …   Dictionary of Greek

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”